δρολάπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρολάπι | τα | δρολάπια |
γενική | του | δρολαπιού | των | δρολαπιών |
αιτιατική | το | δρολάπι | τα | δρολάπια |
κλητική | δρολάπι | δρολάπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾoˈla.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐λά‐πι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρολάπι ουδέτερο
- άλλη μορφή του δρόλαπας
[επεξεργασία]
- ↑ δρολάπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.