δρομάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρομάκος | οι | δρομάκοι |
γενική | του | δρομάκου | των | δρομάκων |
αιτιατική | τον | δρομάκο | τους | δρομάκους |
κλητική | δρομάκο | δρομάκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρομάκος < δρόμ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δρομάκος αρσενικό
- μικρός στενός δρόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δρομάκος
→ δείτε τη λέξη δρομάκι |