δρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρομικός η δρομική το δρομικό
      γενική του δρομικού της δρομικής του δρομικού
    αιτιατική τον δρομικό τη δρομική το δρομικό
     κλητική δρομικέ δρομική δρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρομικοί οι δρομικές τα δρομικά
      γενική των δρομικών των δρομικών των δρομικών
    αιτιατική τους δρομικούς τις δρομικές τα δρομικά
     κλητική δρομικοί δρομικές δρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρομικός < αρχαία ελληνική δρομικός < δρόμος

Επίθετο[επεξεργασία]

δρομικός

  1. (αθλητισμός) που έχει σχέση με τους αγώνες δρόμου ή αναφέρεται σ’ αυτούς
    ※  Συμμετέχουν σε δρομικούς αγώνες μικρότερων ή μεγαλύτερων αποστάσεων, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, βιώνοντας ευχάριστα συναισθήματα και έχοντας την αίσθηση ότι τα καταφέρνουν. Στην κορωνίδα των αγώνων αυτών ανήκει ο Κλασικός Μαραθώνιος της Αθήνας, ο οποίος πραγματοποιήθηκε χθες, 10 Νοεμβρίου 2013. (εφ. Το Βήμα, 08.11.2013)
  2. (αρχιτεκτονική) που αφορά τρόπο χτισίματος κατά τον οποίο οι πέτρες ή τα τούβλα τοποθετούνται με τη μακρά τους πλευρά κατά μήκος του τοίχου
     αντώνυμα: μπατικός
  3. (αρχιτεκτονική) που αφορά ναό τύπου βασιλικής με εσωτερικό χωρισμό σε κλίτη με σειρές κιονοστοιχιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]