δρομολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρομολόγιο τα δρομολόγια
      γενική του δρομολόγιου
δρομολογίου
των δρομολόγιων
δρομολογίων
    αιτιατική το δρομολόγιο τα δρομολόγια
     κλητική δρομολόγιο δρομολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρομολόγιο < δρόμο(ς) + -ο- + -λόγιο


Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðɾo.moˈlo.ʝi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δρομολόγιο ουδέτερο

  1. η κίνηση κάποιου οχήματος σε συγκεκριμένη διαδρομή, με ορισμένη αρχή, ενδιάμεσα σημεία και τέλος
  2. η διαδρομή προκειμένου κάποιος να αφιχθεί στον προορισμό του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]