δροσιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δροσιά | οι | δροσιές |
| γενική | της | δροσιάς | των | δροσιών |
| αιτιατική | τη | δροσιά | τις | δροσιές |
| κλητική | δροσιά | δροσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðɾoˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐σιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δροσιά θηλυκό
- (μετεωρολογία) ελαφρά ψυχρός και ευχάριστος αέρας ή καιρός
Κάνει δροσιά, βάλε μια ζακέτα!
- (μετεωρολογία) οι σταγόνες που συγκεντρώνονται το πρωί στα φυτά και στο έδαφος
η πρωινή δροσιά
- (συνεκδοχικά) το μέρος που έχει δροσιά (1)
- (μεταφορικά) η φρεσκάδα, η νεανικότητα
- ※ Αυτό το πήδημα έξω από την αρλουμπολογία, τον θεατρινισμό και τη θεατρικότητα των μέχρι τώρα κωμωδιών, με τη σβελτωσύνη ενός Χάρρυ Κλυν , με τη φινέτσα και τη δροσιά μιας σπιρτόζας μικρής σουμπρέττας, όπως είναι η Ματίνα Καρρά και μιας θελκτικής νεαρής πρωταγωνίστριας σαν την Έρρικα Μπρόγιερ και με την ευρηματικότητα και την κινηματογραφική αντίληψη του σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου, είναι από τα πιο ελπιδοφόρα. (Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου: Η ελληνική κινηματογραφική κωμωδία, εκδ. Αιγόκερως, 1989, σελ. 176)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τη δροσιά του να 'χεις: ευχή που λέγεται σαν ευχαριστία σε κάποιον που μας προσφέρει κάτι δροσερό
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Δροσιά (όνομα, τοπωνύμιο)
- δροσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δροσο- στο Βικιλεξικό
- δροσερός & συγγενικά δροσερ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καιρός, λίγο κρύος αλλά ευχάριστος
πρωινές σταγόνες
|
|
(άλλες σημασίες)
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δροσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δροσιά < δροσία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- δροσο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δροσο- στο Βικιλεξικό
- δροσερός & παράγωγα δροσερ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- δροσιά - Επιτομή του Λεξικού ⌘ Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)