δροσοσταλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δροσοσταλίδα θηλυκό
- κάθε μία από τις σταγόνες της δροσιάς
- τη βρέχει / μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες / που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια. (Κώστας Καρυωτάκης, Χαμόγελο, από τη συλλογή Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων, 1918)