δρόσισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρόσισμα < μεσαιωνική ελληνική δρόσισμα(ν) < δροσίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρόσισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του δροσίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρόσισμα
|