δρύοψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δρύοψ | δρύοπε | δρύοπες |
Γενική | δρύοπος | δρυόποιν | δρυόπων |
Δοτική | δρύοπι | δρυόποιν | δρύοψι(ν) |
Αιτιατική | δρύοπα | δρύοπε | δρύοπας |
Κλητική | δρύοψ | δρύοπε | δρύοπες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρύοψ αρσενικό
- (ορνιθολογία) είδος δρυοκολάπτη/ξυλοφαγά