δρώμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρώμενο | τα | δρώμενα |
γενική | του | δρώμενου & δρωμένου |
των | δρώμενων & δρωμένων |
αιτιατική | το | δρώμενο | τα | δρώμενα |
κλητική | δρώμενο | δρώμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρώμενο < δρώμενα < αρχαία ελληνική δρώμενα, ουδέτερο του δρώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος δράω / δρῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρώμενο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: δρώμενα)
- θέαμα (ενίοτε δραματοποιημένο) θρησκευτικού χαρακτήρα
- κάτι που διαδραματίζεται, κάποια γεγονότα ή θεάματα, συνήθως καλλιτεχνικά, πολιτικά ή κοινωνικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρώμενο
|