δρᾶμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δρᾶμα | δράματε | δράματα |
Γενική | δράματος | δραμάτοιν | δραμάτων |
Δοτική | δράματι | δραμάτοιν | δράμασι |
Αιτιατική | δρᾶμα | δράματε | δράματα |
Κλητική | δρᾶμα | δράματε | δράματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρᾶμα < δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā- (δρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρᾶμα ουδέτερο