δρᾶσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δρᾶσῐς | αἱ | δράσεις | ||||
γενική | τῆς | δράσεως | τῶν | δράσεων | ||||
δοτική | τῇ | δράσει | ταῖς | δράσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δρᾶσῐν | τὰς | δράσεις | ||||
κλητική ὦ! | δρᾶσῐ | δράσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δράσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δρασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρᾶσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δρά(ω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: δράση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δρᾶσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- αποτελεσματικότητα
- (γραμματική) η ενεργητική σημασία ρήματος
Παράγωγα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δράω
Πηγές
[επεξεργασία]- δρᾶσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπερισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)