δρῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δρῦς | δρύε | δρύες - δρῦς |
Γενική | δρυός | δρυοῖν | δρυῶν |
Δοτική | δρυΐ | δρυοῖν | δρυσί(ν) |
Αιτιατική | δρῦν | δρύε | δρύας - δρῦς |
Κλητική | δρῦ | δρύε | δρύες - δρῦς |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρῦς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *drew- < *dóru (δένδρο). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) δόρυ και δένδρον, το (σανσκριτικά) दारु (dā́ru), το παλαιοπερσικό 𐎭𐎠𐎽𐎺 (dāruv), το (λατινικά) durus και το (αγγλοσαξονικά) trēow (αγγλικά tree)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρῦς θηλυκό (σπάνια αρσενικό)
- δρυς, βελανιδιά
- (συνεκδοχικά) κάθε δέντρο
- (μεταφορικά) υπέργηρος
- ἡ φηγὸς καὶ ἡ πρῖνος εἴδη δρυός
- πίειρα δρῦς (δρυς με ρητίνη, δηλαδή το πεύκο)
- δρῦς ποντία (μεγάλα φαιοφύκη της ανατολικής Μεσογείου, το sargassum vulgare)
- δρυς θαλασσία ή ἁλίφλοιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός, οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης ἐσσί (δεν είσαι από ξύλο ή πέτρα, παροιμία και φράση που χρησιμοποιούσαν όταν έννοούσαν ότι "δεν έπεσες από τον ουρανό", σε γέννησε μάνα και πατέρας, έχεις πατρίδα και υποχρεώσεις)
- δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται (άμα πέσει η βελανιδιά ο καθένας τρέχει να αρπάξει ό,τι προλάβει για καυσόξυλα και μεταφορικά, όταν ένας ισχυρός άνδρας αποδυναμωθεί, όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν από το κενό της εξουσίας ή από την περιουσία του)
- διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν ("βλέπει μέσα από τοίχους", όταν κανείς δεν μπορεί να μαντέψει σωστά)
- τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; (τι είναι αυτά που λέτε περί ανέμων και υδάτων, για άσχετα δηλαδή ζητήματα)