δρῶσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δρώσα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρῶσα: συνηρημένη μορφή του δράουσα, θηλυκό του δράων

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

δρῶσα