δυναμίτιδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυναμίτιδα < δυναμίτ(ης) + -ιδα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.naˈmi.ti.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυναμίτιδα θηλυκό
- άλλη μορφή του δυναμίτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυναμίτιδα
→ δείτε τη λέξη δυναμίτης |