δυναμιτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυναμιτίζω < δυναμίτιδα + -ίζω

δυναμιτίζω (παθητική φωνή: δυναμιτίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]