δυναμιτίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυναμιτίστρια < δυναμιτιστής + -τρια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamiteur < dynamite < αρχαία ελληνική δύναμις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυναμιτίστρια θηλυκό
- θηλυκό του δυναμιτιστής
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δυναμιτίζω, δυναμίτιδα και δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυναμιτίστρια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)