δυναμογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


[<δύναμις + γίγνομαι]

Επίθετο[επεξεργασία]

δυναμογόνος

Αυτός που παράγει δύναμη

π.χ. Δυναμογόνο ερέθισμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αγγλικά: dynamic Γαλλικά: dynamique Ισπανικά: dinámico


|}