δυναμόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δυναμόμετρο | τα | δυναμόμετρα |
γενική | του | δυναμόμετρου & δυναμομέτρου |
των | δυναμόμετρων & δυναμομέτρων |
αιτιατική | το | δυναμόμετρο | τα | δυναμόμετρα |
κλητική | δυναμόμετρο | δυναμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυναμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamomètre < αρχαία ελληνική δύναμις + μέτρον [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.naˈmo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐να‐μό‐με‐τρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυναμόμετρο ουδέτερο
- (συσκευή, φυσική)
- (γενικότερα) ονομασία για όργανα μέτρησης της έντασης μιας δύναμης
- (ειδικότερα) (Χρειάζεται επεξεργασία)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυναμόμετρο
[επεξεργασία]
- ↑ δυναμόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)