δυνητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυνητικότητα < δυνητικ(ός) + (λόγιο) -ότης > -ότητα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυνητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του δυνητικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυνητικότητα
[επεξεργασία]
- ↑ δυνητικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.