δυνητικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυνητικότητα οι δυνητικότητες
      γενική της δυνητικότητας των δυνητικοτήτων
    αιτιατική τη δυνητικότητα τις δυνητικότητες
     κλητική δυνητικότητα δυνητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυνητικότητα < δυνητικ(ός) + (λόγιο) -ότης > -ότητα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυνητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]