δυσήνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η δυσήνιος το δυσήνιο
      γενική του/της δυσήνιου του δυσήνιου
    αιτιατική τον/τη δυσήνιο το δυσήνιο
     κλητική δυσήνιε δυσήνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσήνιοι τα δυσήνια
      γενική των δυσήνιων των δυσήνιων
    αιτιατική τους/τις δυσήνιους τα δυσήνια
     κλητική δυσήνιοι δυσήνια
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσήνιος < αρχαία ελληνική δυσήνιος (δυσ- + ηνίο)

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσήνιος, -ος, -ο

  • απείθαρχος, που δεν τιθασεύεται εύκολα, αδάμαστος, αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσήνιος τὸ δυσήνιον
      γενική τοῦ/τῆς δυσηνίου τοῦ δυσηνίου
      δοτική τῷ/τῇ δυσηνί τῷ δυσηνί
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσήνιον τὸ δυσήνιον
     κλητική ! δυσήνιε δυσήνιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσήνιοι τὰ δυσήνι
      γενική τῶν δυσηνίων τῶν δυσηνίων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσηνίοις τοῖς δυσηνίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσηνίους τὰ δυσήνι
     κλητική ! δυσήνιοι δυσήνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσηνίω τὼ δυσηνίω
      γεν-δοτ τοῖν δυσηνίοιν τοῖν δυσηνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσήνιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσήνιος -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. (για ζώα) αδάμαστος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 63 @scaife.perseus
    Καθάπερ ἀγαθὸς πωλοδάμνης οὐ τῶν πώλων τοὺς μὲν ἀγαθοὺς τρέφει, τοὺς δὲ δυσηνίους λιμώττειν ἐᾷ, ἀλλὰ τρέφει μὲν ἐπ' ἴσης ἄμφω, κολάζει δὲ μᾶλλον θάτερον ἐξισοῦν θατέρῳ βιαζόμενος μέρει: οὕτω καὶ κηδεμονικὸς ἀνὴρ καὶ πολιτικῆς ἐπιστήμων δυνάμεως τῶν πολιτῶν τοὺς μὲν εὐγνώμονας ποιεῖν ἐπιχειρεῖ, τοὺς δὲ ἔμπαλιν οὐ καθάπαξ διαφθείρεσθαι,
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Φλάβιος Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου του Τυανέως, Βιβλίο Α
    κἀκεῖνον μέν, ὥσπερ οἱ καταψῶντες τοὺς δυσηνίους τε καὶ μὴ εὐαγώγους τῶν ἵππων, ἐς πειθὼ ἤγαγε καὶ μετερρύθμισε τῶν ἁμαρτημάτων πολλῶν ὄντων,
  2. (για ανθρώπους) απείθαρχος, ατίθασος, αδάμαστος
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ωριγένης, Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis), 2.4 @scaife.perseus
    εἰ δὲ νέους δύναται συνετίζειν ἔνθα πολὺ τὸ δυσήνιον, μὴ παρούσης· πολλῷ μᾶλλον πρεσβύτῃ ὠφέλιμος.
  3. (μεταφορικά) ανεξέλεγκτος

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσήνιος -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]