δυσανασχετήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δυσανασχετήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του δυσανασχέτηση
- εναλλακτικά: δυσανασχέτησης
δυσανασχετήσεως θηλυκό