δυσανασχετώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσανασχετώ < αρχαία ελληνική δυσανασχετέω / δυσανασχετῶ < δυσανάσχετος
Ρήμα
[επεξεργασία]δυσανασχετώ
- δυσαρεστούμαι, και ενοχλούμαι, μου κακοφαίνεται