δυσανεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσανεκτικός < δυσ- + ανεκτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intolérant)
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσανεκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσανεκτικός