δυσαπόδεικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσαπόδεικτος < δυσ- + αποδεικνύω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσαπόδεικτος
- που δύσκολα αποδεικνύεται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσαπόδεικτος
|