δυσαρθρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσαρθρία οι δυσαρθρίες
      γενική της δυσαρθρίας των δυσαρθριών
    αιτιατική τη δυσαρθρία τις δυσαρθρίες
     κλητική δυσαρθρία δυσαρθρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσαρθρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική dysarthria < δυσ- + αρχαία ελληνική ἀρθρόω / ἀρθρῶ < ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.saɾˈθɾi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσαρθρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]