δυσγενεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσγενεσία < δυσ- + γένεσ(η) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dysgenesia (και disgenesis). Παραβάλτε με το αρχαίο δυσγένεια.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiz.ʝe.neˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐γε‐νε‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσγενεσία θηλυκό
- (ιατρική, βιολογία, εμβρυολογία) η ελαττωματική ανάπτυξη κάποιου οργάνου
- η δημιουργία στείρων γόνων ή καρπών από διασταύρωση(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- γοναδική δυσγενεσία, γοναδική δυσγένεση (φάσμα γοναδικών ανωμαλιών)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσγενεσία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)