δυσδιόδευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσδιόδευτος < ελληνιστική κοινή δυσδιόδευτος < δυσ- + διοδευτός < διοδεύω < αρχαία ελληνική ὁδεύω < ὁδός
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσδιόδευτος, -η / -ος, -ο
- (αρχαιοπρεπές) δύσβατος, δύσκολος να τον περπατήσει / περάσει κάποιος
- ※ Ἀλλὰ καὶ ἡ πρὸς τὴν Φιλιππούπολιν ἄγουσα ὁδὸς ἦν δυσδιόδευτος. Δέκα ἡμέρας ἀπεῖχεν ἡ πόλις αὕτη ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως· ὥστε ὁ Παΐσιος ἀφίκετο ἀσθενής. (Μανουήλ Γεδεών, «Ὁ Κῶδιξ τοῦ Παϊσίου», Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, ἔτος θʹ (16.11.1888, ἀριθμὸς 3) 21)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσδιόδευτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)