δυσειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσειδής < (λόγιο) αρχαία ελληνική δυσειδής. Αναλύετει σε δυσ- + -ειδής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðis.iˈðis/
- συλλαβισμός : δυ‐σει‐δής
- παλαιός συλλαβισμός : δυσ‐ει‐δής
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσειδής, -ής, -ές (παραθετικά: δυσειδέστερος, δυσειδέστατος)
- (λόγιο) δύσμορφος, με άσχημη μορφή
- ※ […] είδα αντικρύ μου όρθιον, ενώπιον υψηλής τραπέζης, άνθρωπον μικρόν και δυσειδή, ηπόρησα και εδίσταζα να πιστεύσω ότι αυτός ήτο ο αρχιγραμματεύς της επικρατείας […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- άσχημος
- ασχημομούρης (λαϊκότροπο)
- δύσμορφος
- κακομούτσουνος (λαϊκότροπο)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσειδής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «συνεχής»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)