δυσεπίλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσεπίλυτος -η -ο
- που δύσκολα μπορεί να επιλυθεί
- δυσεπίλυτο πρόβλημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσεπίλυτος