δυσεπούλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσεπούλωτος -η -ο
- που δύσκολα επουλώνεται, γιατρεύεται
- ※ δυσεπούλωτο τραύμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επουλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσεπούλωτος
|