δυσθανασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσθανασία οι δυσθανασίες
      γενική της δυσθανασίας των δυσθανασιών
    αιτιατική τη δυσθανασία τις δυσθανασίες
     κλητική δυσθανασία δυσθανασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσθανασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysthanasia < αρχαία ελληνική δυσ- + θάνατος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσθανασία θηλυκό

  • η παράταση της επιθανάτιας αγωνίας, που επιφέρει με βασανιστικό και αργό τρόπο έναν επώδυνο θάνατο
    Η ΔΕΗ, τραβώντας την πρίζα των μηχανημάτων που την κρατούσαν στη ζωή, απλώς έγραψε την τελευταία παράγραφο σε ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, επιφέροντας τη δυσθανασία σε έναν άνθρωπο που είχε τραβήξει του Χριστού τα πάθη, όχι τόσο από την αρρώστια της όσο από την παγερή αδιαφορία, την αντικοινωνική μοχθηρία του κράτους, που ο Νίτσε ορίζει ως «το πιο παγερό, απ' όλα τα παγερά τέρατα». (*)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Dysthanasia στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]