δυσθερμαγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσθερμαγωγός < δυσ- + θερμαγωγός (θερμ- + αγωγός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðis.θeɾ.ma.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐θερ‐μα‐γω‐γός
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσθερμαγωγός, -ός / -ή, -ό
- (φυσική) που εμποδίζει τη μετάδοση θερμότητας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσθερμαγωγός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δυσθερμαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -η' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ενεργός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)