δυσκατάληπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσκατάληπτος η δυσκατάληπτη το δυσκατάληπτο
      γενική του δυσκατάληπτου της δυσκατάληπτης του δυσκατάληπτου
    αιτιατική τον δυσκατάληπτο τη δυσκατάληπτη το δυσκατάληπτο
     κλητική δυσκατάληπτε δυσκατάληπτη δυσκατάληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσκατάληπτοι οι δυσκατάληπτες τα δυσκατάληπτα
      γενική των δυσκατάληπτων των δυσκατάληπτων των δυσκατάληπτων
    αιτιατική τους δυσκατάληπτους τις δυσκατάληπτες τα δυσκατάληπτα
     κλητική δυσκατάληπτοι δυσκατάληπτες δυσκατάληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσκατάληπτος < ελληνιστική κοινή δυσκατάληπτος < αρχαία ελληνική δυσ- + καταληπτός < καταλαμβάνω < λαμβάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσκατάληπτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]