δυσκατέργαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσκατέργαστος < αρχαία ελληνική δυσκατέργαστος < δυσ- + κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσκατέργαστος
- που δύσκολα μπορεί να υποστεί κατεργασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατεργάζομαι, εργάζομαι και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσκατέργαστος
|