δυσκολεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσκολεύω < δύσκολος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.skoˈle.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]δυσκολεύω (παθητική φωνή: δυσκολεύομαι)
- (μεταβατικό) κάνω κάτι δυσκολότερο από όσο ήταν
- ≈ συνώνυμα: δυσχεραίνω
- η κακοκαιρία δυσκολεύει τη διέλευση των οχημάτων από τη γέφυρα
- ≈ συνώνυμα: δυσχεραίνω
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο δύσκολος
- η ανάβαση από αυτό το σημείο και μετά δυσκολεύει και πρέπει να προσέχεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσκολεύω | δυσκόλευα | θα δυσκολεύω | να δυσκολεύω | δυσκολεύοντας | |
β' ενικ. | δυσκολεύεις | δυσκόλευες | θα δυσκολεύεις | να δυσκολεύεις | δυσκόλευε | |
γ' ενικ. | δυσκολεύει | δυσκόλευε | θα δυσκολεύει | να δυσκολεύει | ||
α' πληθ. | δυσκολεύουμε | δυσκολεύαμε | θα δυσκολεύουμε | να δυσκολεύουμε | ||
β' πληθ. | δυσκολεύετε | δυσκολεύατε | θα δυσκολεύετε | να δυσκολεύετε | δυσκολεύετε | |
γ' πληθ. | δυσκολεύουν(ε) | δυσκόλευαν δυσκολεύαν(ε) |
θα δυσκολεύουν(ε) | να δυσκολεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσκόλεψα | θα δυσκολέψω | να δυσκολέψω | δυσκολέψει | ||
β' ενικ. | δυσκόλεψες | θα δυσκολέψεις | να δυσκολέψεις | δυσκόλεψε, (δυσκόλευ') | ||
γ' ενικ. | δυσκόλεψε | θα δυσκολέψει | να δυσκολέψει | |||
α' πληθ. | δυσκολέψαμε | θα δυσκολέψουμε | να δυσκολέψουμε | |||
β' πληθ. | δυσκολέψατε | θα δυσκολέψετε | να δυσκολέψετε | δυσκολέψτε, (δυσκολεύτε) | ||
γ' πληθ. | δυσκόλεψαν δυσκολέψαν(ε) |
θα δυσκολέψουν(ε) | να δυσκολέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δυσκολέψει | είχα δυσκολέψει | θα έχω δυσκολέψει | να έχω δυσκολέψει | ||
β' ενικ. | έχεις δυσκολέψει | είχες δυσκολέψει | θα έχεις δυσκολέψει | να έχεις δυσκολέψει | ||
γ' ενικ. | έχει δυσκολέψει | είχε δυσκολέψει | θα έχει δυσκολέψει | να έχει δυσκολέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσκολέψει | είχαμε δυσκολέψει | θα έχουμε δυσκολέψει | να έχουμε δυσκολέψει | ||
β' πληθ. | έχετε δυσκολέψει | είχατε δυσκολέψει | θα έχετε δυσκολέψει | να έχετε δυσκολέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσκολέψει | είχαν δυσκολέψει | θα έχουν δυσκολέψει | να έχουν δυσκολέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσκολεύομαι | δυσκολευόμουν(α) | θα δυσκολεύομαι | να δυσκολεύομαι | ||
β' ενικ. | δυσκολεύεσαι | δυσκολευόσουν(α) | θα δυσκολεύεσαι | να δυσκολεύεσαι | (δυσκολεύου) | |
γ' ενικ. | δυσκολεύεται | δυσκολευόταν(ε) | θα δυσκολεύεται | να δυσκολεύεται | ||
α' πληθ. | δυσκολευόμαστε | δυσκολευόμαστε δυσκολευόμασταν |
θα δυσκολευόμαστε | να δυσκολευόμαστε | ||
β' πληθ. | δυσκολεύεστε | δυσκολευόσαστε δυσκολευόσασταν |
θα δυσκολεύεστε | να δυσκολεύεστε | (δυσκολεύεστε) | |
γ' πληθ. | δυσκολεύονται | δυσκολεύονταν δυσκολευόντουσαν |
θα δυσκολεύονται | να δυσκολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσκολεύτηκα | θα δυσκολευτώ | να δυσκολευτώ | δυσκολευτεί | ||
β' ενικ. | δυσκολεύτηκες | θα δυσκολευτείς | να δυσκολευτείς | δυσκολέψου | ||
γ' ενικ. | δυσκολεύτηκε | θα δυσκολευτεί | να δυσκολευτεί | |||
α' πληθ. | δυσκολευτήκαμε | θα δυσκολευτούμε | να δυσκολευτούμε | |||
β' πληθ. | δυσκολευτήκατε | θα δυσκολευτείτε | να δυσκολευτείτε | |||
γ' πληθ. | δυσκολεύτηκαν δυσκολευτήκαν(ε) |
θα δυσκολευτούν(ε) | να δυσκολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δυσκολευτεί | είχα δυσκολευτεί | θα έχω δυσκολευτεί | να έχω δυσκολευτεί | δυσκολεμένος | |
β' ενικ. | έχεις δυσκολευτεί | είχες δυσκολευτεί | θα έχεις δυσκολευτεί | να έχεις δυσκολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει δυσκολευτεί | είχε δυσκολευτεί | θα έχει δυσκολευτεί | να έχει δυσκολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσκολευτεί | είχαμε δυσκολευτεί | θα έχουμε δυσκολευτεί | να έχουμε δυσκολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε δυσκολευτεί | είχατε δυσκολευτεί | θα έχετε δυσκολευτεί | να έχετε δυσκολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσκολευτεί | είχαν δυσκολευτεί | θα έχουν δυσκολευτεί | να έχουν δυσκολευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσκολεύω