δυσλειτουργία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσλειτουργία < δυσ- + λειτουργία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική malfunction)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiz.li.tuɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐λει‐τουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσλειτουργία θηλυκό
- η κακή λειτουργία (μηχανήματος, συστήματος, οργάνου, θεσμού κλπ)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δυσλειτουργώ, δυσ- και λειτουργώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσλειτουργία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δυσλειτουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)