δυσμόθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσμόθεν < (ελληνιστική κοινή) δυσμόθεν < αρχαία ελληνική δυσμή + -θεν < δύω
Επίρρημα[επεξεργασία]
δυσμόθεν
- (αρχαιοπρεπές) από δυτικά, από τη δύση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσμόθεν
|