δυσπροφερσιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπροφερσιμότητα < δυσ- + προφέρσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσπροφερσιμότητα θηλυκό
- χαρακτηριστικό λέξης που έχει δυσκολία στην προφορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπροφερσιμότητα
|