δυσπρόσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Dy
  • Ατομικός αριθμός : 66
  • Προηγούμενο = Tb
  • Επόμενο = Ho

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσπρόσιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική dysprosium < αρχαία ελληνική δυσπρόσιτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσπρόσιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυσπρόσιο τα δυσπρόσια
      γενική του δυσπρόσιου
δυσπροσίου
των δυσπρόσιων
δυσπροσίων
    αιτιατική το δυσπρόσιο τα δυσπρόσια
     κλητική δυσπρόσιο δυσπρόσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]