δυστυχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυστυχώ < αρχαία ελληνική δυστυχέω / δυστυχῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.sti.ˈçɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
δυστυχώ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δυστυχής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυστυχώ