δυσφήμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφήμηση οι δυσφημήσεις
      γενική της δυσφήμησης* των δυσφημήσεων
    αιτιατική τη δυσφήμηση τις δυσφημήσεις
     κλητική δυσφήμηση δυσφημήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσφημήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσφήμηση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diffamation, → δείτε και τα ρήματα δυσφημίζω και δυσφημώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσφήμηση θηλυκό

  • ενέργεια (δήλωση, διασπορά φημών) ή άλλες πράξεις κ.λπ.) με την οποία προσβάλλεται η υπόληψη, η δημόσια εικόνα κάποιου ή θίγονται τα συμφέροντά του (ισχύει και ευρύτερα, πέρα από πρόσωπα)
    η δυσφήμησή μου ως επαγγελματία ξεκίνησε με όσα δήλωσε στη χθεσινή της συνέντευξη στην τηλεόραση
    αυτά που έγραψε ήταν δυσφήμηση της εταιρίας μας
    ο χτεσινός αγώνας μόνο δυσφήμηση για το ποδόσφαιρο μπορεί να χαρακτηριστεί

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]