δυσφασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσφασία θηλυκό
- (ιατρική) εύρος κατηγοριών διαταραχής του λόγου
- η αδυναμία εκφοράς λόγου και συχνά κατανόησής του
- μερική αφασία, ηπιότερος βαθμός εκδήλωσης της αφασίας
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- δυσφασία διεγκεφαλικής επικοινωνίας
- δυσφασία Broca, δυσφασία περιοχής Broca
- δυσφασία Wernicke, δυσφασία περιοχής Wernicke