δυσχεραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυσχεραίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχεραίνω < δυσχερής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.sçeˈɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σχε‐ραί‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐χε‐ραί‐νω

δυσχεραίνω, αόρ.: δυσχάρανα, παθ.φωνή: δυσχεραίνομαι, π.αόρ.: δυσχεράνθηκα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δυσχερής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυσχεραίνω < λείπει η ετυμολογία δυσ- & → δείτε τη λέξη χείρ

δυσχεραίνω

  1. (αμετάβατο) ενοχλούμαι από κάτι, δυσανασχετώ, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, δυσαρεστούμαι
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 201
    Ἐλθὼν δ᾽ ὁ κληθεὶς καὶ διαναγνοὺς τὸν λόγον, —τὰ γὰρ μεταξὺ τί δεῖ λέγοντα διατρίβειν;— ἐδυσχέρανε μὲν ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν γεγραμμένων, ἐπῄνεσεν δ᾽ ὡς δυνατὸν μάλιστα, καὶ διελέχθη περὶ ἑκάστου τῶν μερῶν παραπλησίως οἷς ἡμεῖς ἐγιγνώσκομεν·
    Εκείνος ήρθε, διάβασε όλον τον λόγο —δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβώ, αναφέροντας τα ενδιάμεσα— και όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε για τίποτε από τα γραφόμενα, αλλά τα επαίνεσε κιόλας όσο πιο θερμά μπορούσε, και εξέφρασε για το κάθε μέρος χωριστά απόψεις παραπλήσιες με τις δικές μας.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 149f
    Ἐπεὶ δ᾽ εἰσήλθομεν, ἤδη μεῖζον ὁ Θαλῆς φθεγξάμενος «ποῦ δ᾽» εἶπεν «ὁ ἀνὴρ κατακλινάμενος ἐδυσχέρανεν
    Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, ο Θαλής ρώτησε πια με φωνή πιο δυνατή από τη συνηθισμένη του: «Και ποιά είναι η θέση στο τραπέζι που έκανε τον άνθρωπο να δυσανασχετήσει
    Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 4.2
    τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐδυσχέραινόν τινες τῶν Ἀθηναίων τὸ Λακεδαιμονίοις ὄντας φίλους γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους·
    Στην αρχή δυσαρεστήθηκαν μερικοί Αθηναίοι με την ιδέα ότι, αν και φίλοι των Λακεδαιμονίων, θα συμμαχούσαν με τους αντιπάλους τους·
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  2. δεν μπορώ να υποφέρω κάτι, δεν μπορώ να αντέξω κάτι
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 86
    ὡς δ᾽ ἐδυσχέραινον οὗτοι τὸ πρᾶγμα καὶ οὐδετέρους ἔπειθεν, ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθεὶς ἀπελθὼν τί ποιεῖ;
    επειδή όμως αυτοί αγανάκτησαν για την προσφορά και αφού απέτυχε να πείσει και τον ένα και τους άλλους, αναχώρησε με απειλές και βαριές ύβρεις· και τί έκαμε;
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  3. (μεταβατικό) προκαλώ ενόχληση, ενοχλώ, εξοργίζω
  4. (+ απαρέμφατο) δεν καταδέχομαι, δεν θέλω να κάνω κάτι, απορρίπτω κάτι
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 1126b
    τούτων δ᾽ ὅσας μὲν αὐτῷ ἐστὶ μὴ καλὸν ἢ βλαβερὸν συνηδύνειν, δυσχερανεῖ, καὶ προαιρήσεται λυπεῖν· κἂν τῷ ποιοῦντι δ᾽ ἀσχημοσύνην φέρῃ, καὶ ταύτην μὴ μικράν, ἢ βλάβην, ἡ δ᾽ ἐναντίωσις μικρὰν λύπην, οὐκ ἀποδέξεται ἀλλὰ δυσχερανεῖ.
    και όποτε δεν είναι ωραίο γι᾽ αυτόν ή του είναι βλαβερό το να προκαλεί ευχαρίστηση, θα το αποποιηθεί, και θα προτιμήσει να γίνει πρόξενος λύπης· και αν η συναίνεσή του στην πράξη κάποιου άλλου πρόκειται να προκαλέσει ντροπή και ατίμωση (και μάλιστα όχι μικρή) ή βλάβη, ενώ η εναντίωσή του θα προκαλέσει μικρή λύπη, δεν θα συναινέσει, αλλά θα το αποποιηθεί.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (για συζήτηση) δημιουργώ δυσκολίες, είμαι δύστροπος
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 20
    ὑστερίζετε, ἀναλίσκετε· ὅτῳ παραδώσετε τὰ πράγματα ζητεῖτε, δυσχεραίνετε· ἀλλήλους αἰτιᾶσθε. ἀφ᾽ οὗ δὲ ταῦτα γίγνεται ἐγὼ διδάξω, καὶ ὅπως παύσεται λέξω.
    καθυστερείτε, σπαταλάτε χρήματα, αναζητάτε αυτόν στον οποίο θα εμπιστευθείτε τις υποθέσεις σας, δημιουργείτε δυσκολίες, κατηγορείτε ο ένας τον άλλον. Εγώ όμως θα σας εξηγήσω από πού δημιουργούνται αυτά και πώς θα τα σταματήσετε.
    Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  6. (στην παθητική φωνή) είμαι μισητός, μισούμαι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]