δυσχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dyschromia < αρχαία ελληνική δυσ- + χρῶμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσχρωμία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσχρωμία