δυσωπέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δυσωπέω
- κάνω κάποιον να ντραπεί (κυριολεκτικά: να κατεβάσει τα μάτια)
- Ἐχώρησας ἐν γαστρί σου Παρθενομῆτoρ, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος Χριστὸν τὸν Βασιλέα, ὃν ὑμνεῖ πᾶσα κτίσις, καὶ τρέμουσιν οἱ ἄνω θρόνοι· αὐτὸν δυσώπει πανσεβάσμιε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
- ενοχλώ, προκαλώ
- παθητική φωνή: δυσωπέομαι