δυτικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυτικισμός < δυτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυτικισμός αρσενικό
- Ένα ιδίωμα ή έκφραση ιδιόμορφη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- Συμπεριφορές, που θεωρούνται χαρακτηριστικές του δυτικού πολιτισμού, ειδικά, πρακτικές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυτικισμός
|