δυτικότροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυτικότροπος, -η, -ο (επίρρημα: δυτικότροπα)
- που έχει σχέση η αναφέρεται στον δυτικό ή δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ή ύφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυτικότροπος
|