δυφιηδόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
δυφιηδόν
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) προτεινόμενη μετάφραση της αγγλικής bitwise από τον ΕΛΕΤΟ
- επίσης προτείνονται όροι όπως: δυφιηδόν πράξη, δυφιηδόν αναγνώριση, δυφιηδόν διάζευξη, δυφιηδόν άρνηση διφιηδόν τελεστής κ.ά.