δυφιοαπεικόνιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυφιοαπεικόνιση < σύνθετη λέξη δυφίο + απεικόνιση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitmap
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυφιοαπεικόνιση οι δυφιοαπεικονίσεις
      γενική της δυφιοαπεικόνισης* των δυφιοαπεικονίσεων
    αιτιατική τη δυφιοαπεικόνιση τις δυφιοαπεικονίσεις
     κλητική δυφιοαπεικόνιση δυφιοαπεικονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυφιοαπεικονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυφιοαπεικόνιση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]