δωδεκανησιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκανησιακός η δωδεκανησιακή το δωδεκανησιακό
      γενική του δωδεκανησιακού της δωδεκανησιακής του δωδεκανησιακού
    αιτιατική τον δωδεκανησιακό τη δωδεκανησιακή το δωδεκανησιακό
     κλητική δωδεκανησιακέ δωδεκανησιακή δωδεκανησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκανησιακοί οι δωδεκανησιακές τα δωδεκανησιακά
      γενική των δωδεκανησιακών των δωδεκανησιακών των δωδεκανησιακών
    αιτιατική τους δωδεκανησιακούς τις δωδεκανησιακές τα δωδεκανησιακά
     κλητική δωδεκανησιακοί δωδεκανησιακές δωδεκανησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωδεκανησιακός < Δωδεκάνησα < Δωδεκάνησος

Επίθετο[επεξεργασία]

δωδεκανησιακός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]